- σαρακοστιανός
- σαρακοστιανός , -ή, -ό1) постный, нескоромный (о пище);2) σαρακοστιανά τα постная пища
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
σαρακοστιανός — και σαρακοστινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας 3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης,… … Dictionary of Greek
σαρακοστιανός — ή, ό 1. νηστίσιμος: Σαρακοστιανό φαγητό. 2. ισχνός, πολύ λεπτός: Σαρακοστιανή γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρακοστιάτικος — η, ο, Ν 1. σαρακοστιανός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σαρακοστιάτικα σε ημέρα ή σε περίοδο νηστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρακοστή + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. λαμπρ ιάτικος, χριστουγενν ιάτικος)] … Dictionary of Greek